- επιθήκη
- ἐπιθήκη, ἡ (Α)1. προσθήκη, επαύξηση2. πάπ. κάλυμμα αγάλματος3. πάπ. χρηματικό ποσό που χορηγείται για κάλυψη δαπανών4. (κατά τον Ησύχ.) «φερνή», προίκα5. (η αιτ. ως επίρρ.) ἐπιθήκηνπαραπάνω, επί πλέον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιθήκη — addition fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθήκῃ — ἐπιθήκη addition fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθήκην — ἐπιθήκη addition fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθήκης — ἐπιθήκη addition fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθήκας — ἐπιθήκᾱς , ἐπιθήκη addition fem acc pl ἐπιθήκᾱς , ἐπιθήκη addition fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάτομα — Άθροισμα μικροσκοπικών μονοκύτταρων φυτικών οργανισμών, υποδιαίρεση των κρυπτογάμων. Ονομάζονται και βακιλλαριόφυτα. Χαρακτηρίζονται από το στοιχείο ότι το κυτταρικό τους πρωτόπλασμα και τα συστατικά του (περιλαμβάνονται και τα φαιόχρωμα ή… … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
κἀπιθήκην — ἐπιθήκην , ἐπιθήκη addition fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)